- ἑρπύλλου
- ἕρπυλλοςtufted thymemasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
έρπυλλος — ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) [έρπω] 1. ευώδης θάμνος τής οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος 2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο αρχ.… … Dictionary of Greek
θυμόμελι — το φρ. (φαρμ.) «θυμόμελι σκίλλης» φαρμακευτικό παρασκεύασμα από μέλι που περιέχει εκχύλισμα θύμου τού ερπύλλου και σκίλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + μέλι] … Dictionary of Greek
προπόλιος — ον, Α 1. αυτός τού οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του πριν από την ώρα του, πρόωρα 2. φρ. «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» είδος προσωπίδας κατασκευασμένης από το φυτό έρπυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πολιός «φαιός, γκρίζος»] … Dictionary of Greek